- Κυνθογενής
- Κυνθογενής, -ές (Α)(για τον Απόλλωνα) αυτός που γεννήθηκε στο όρος Κύνθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κύνθος + -γενής (< γένος), πρβλ. Δηλο-γενής, Χιο-γενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κυνθογενής — Κῡνθογενής , Κύνθος masc/fem nom sg Κυνθογενής masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Apollo — This article is about the Greek and Roman god. For other uses, see Apollo (disambiguation) and Phoebus (disambiguation). Not to be confused with Phobos (mythology). Apollo … Wikipedia
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek